- περικεντήσῃ
- περικεντέωpierce on all sidesaor subj mid 2nd sgπερικεντέωpierce on all sidesaor subj act 3rd sgπερικεντέωpierce on all sidesfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικέντηση — η, Ν [περικεντώ] ιατρ. είδος χειρουργικής επέμβασης με ακίδα που γινόταν παλαιότερα στον κρυσταλλοειδή φακό τού οφθαλμού … Dictionary of Greek